- όαρος
- ὄαρος, ὁ (Α)1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ' ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.)2. συνομιλία, λόγος3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.)4. στον πληθ. οἱ ὄαροιαναγνώσεις, αναγνώσματα5. φρ. α) «ψάγιος ὄαρος» — επιτιμητικός λόγοςβ) «ὄαροι εὐναῑοι» — εραστές.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ὀαρίζω*].
Dictionary of Greek. 2013.